- ἀλλύεσκεν
- ἀναλύωcause to wanderimperf ind act 3rd sg (epic ionic)ἀλλύ̱εσκεν , ἀναλύωcause to wanderimperf ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημάτιος — ἠμάτιος, ίη, ον (Α) (ποιητ. τ. τού ημερήσιος) 1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ ἀλλύεσκεν», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμαρ, τος «μέρα»] … Dictionary of Greek